- νομώνης
- νομ-ώνης, ου, [dialect] Boeot. [suff] νομ-ώνας, ὁ,A official who leases public pasture, IG7.3171.43 (Orchom. [dialect] Boeot.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νομώνης — νομώνης, βοιωτ. τ. νομώνας, ὁ (Α) υπάλληλος που ενοικίαζε δημόσιους τόπους για βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek